κραυγή

κραυγή
κραυγή
Grammatical information: f.
Meaning: `cry, loud crying' (Att.).
Derivatives: κραυγίας ἵππος, ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόφου ταρασσόμενος H. and κραυγός δρυοκολάπτου εἶδος H. Denomin. κραυγάζω `cry, crack' (unknown poet ap. Pl. R. 607b, D., hell.) with κραυγασμός `crying' (Diph.), -αστής `cryer' (AB), -άστρια f. (H.), -αστικός `crying' (Procl., sch.). Also κραύγασος `cryer' (Gloss.; Schwyzer 516, Chantraine Formation 435) with Κραυγασίδης (Batr.), κραύγαζος (Ptol.). - Other formation κραυγανάομαι in κραυγανώμενον (Hdt. 1, 111; v. l. -γόμενον; cf. Schwyzer 770); uncertain sch. Call. Aet. Fr. 1, 20. - Further the PN Κραῦγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι (Bechtel Hist. Personennamen 496).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [571] *krau-k- `cry'
Etymology: With κραυγ-ή, which as nomen actionis could point to a primary verb, agree in Germanic and Balto-Slavic several forms. With κραυγός OWNo. hraukr `searaven' could be directly equated (Fick KZ 43, 144; rejected by Falk-Torp Wb. s. raage II ). Besides with ablauting ū Goth. hrūk acc. sg. `crowing' and hrūkjan `to crow' (would be Gr. *κρυγέω; [not to κορύγης κῆρυξ. Δωριεῖς H.; s.v. κῆρυξ]; Fick l.c.). Final tenuis is seen in Lith. kraukiù, kraũkti `screech', Slav., e.g. Russ. kruk `raven' (IE *krauk-os). Note further, with palatal final, Skt. króśati = Av. xraosaiti `screem, cry'. - As in comparable κράζω, κρώζω, κραυγή is based on an old soundimitation. Pok. 571, Vasmer Russ. et. Wb. s. kruk, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hruk, W.-Hofmann s. cornīx.
Page in Frisk: 2,10-11

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κραυγή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • κραυγῇ — κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγή — η δυνατή φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραυγῆι — κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγῇ , κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγαῖς — κραυγή crying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγαί — κραυγή crying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγήν — κραυγή crying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”